ἀνθρωποφυής

ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπο-φῠής, ές,
A of man's nature,

οὐκ ἀνθρωποφυέας ἐνόμισαν τοὺς θεούς Hdt.1.131

;

Κένταυροι D.S.4.69

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωποφυής — ἀνθρωποφυής ( ές) (Α) αυτός που έχει ανθρώπινη φύση, που έχει γεννηθεί από ανθρώπους …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρωποφυεῖς — ἀνθρωποφυής of man s nature masc/fem acc pl ἀνθρωποφυής of man s nature masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποφυέας — ἀνθρωποφυής of man s nature masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφυϊκός — ανθρωποφυϊκός, ή, όν (Α) ο ανθρωποφυής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”